- διατέρπομαι
- διά-τέρπωdelightpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατέρπομαι — (Α) έχω ευχάριστες σχέσεις με κάποιον … Dictionary of Greek